Μελαμπόδεια

Μελαμπόδεια
Μελαμπόδεια, τὰ (Α)
βλ. Μελαμπόδειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μελαμπόδειος — Μελαμπόδειος, εία, ον και Μελαμπόδιος, ία, ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) [Μελάμπους] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα 2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”